- τελειουμένη
- τελειόωmake perfectpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τελειουμένῃ — τελειόω make perfect pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεμψύχωση — η (ΑΜ μετεμψύχωσις) [μετεμψυχώνω] 1. (γενικά) μετάβαση τής ψυχής από ένα σώμα σε άλλο, μετενσωμάτωση, μετενσάρκωση 2. (ειδικά) (φιλοσ.) δοξασία τών αρχαίων Αιγυπτίων από την οποία επηρεάστηκαν οι Ορφικοί και οι Πυθαγόρειοι και κατά την οποία η… … Dictionary of Greek